ἡμιωριαῖος

ἡμιωριαῖος
ἡμι-ωριαῖος, α, ον,
A lasting half an hour: neut. as Subst., Phlp.in Ph.802.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ημιωριαίος — ἡμιωριαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που διαρκεί μισή ώρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιωριαῑον η διάρκεια μισής ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. ημι * + ωριαίος] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιωριαίῳ — ἡμιωριαῖος lasting half an hour masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”